- δράκα
- δράξhandfulfem acc sgδράκᾱ , δράκοςeyeneut nom/voc/acc pl (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Δράκα — Δράκᾱ , Δράκης masc acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δράκα — η η χούφτα, μικρή ποσότητα: Κρατούσε μια δράκα σπόρους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δράκα — η·.βλ. δραξ … Dictionary of Greek
Δράκας — Δράκᾱς , Δράκης masc acc pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Historia de Bel y el Dragón — La Historia de Susana, y la Historia de Bel y el Dragón, pueden ser definidas como dos breves cuerpos de texto independientes comúnmente asociados al Libro de Daniel. Así es como estos textos aparecen entre los textos griegos inclusos en la… … Wikipedia Español
гърсть — ГЪРСТ|Ь (7*), И с. Горсть, пригоршня: мореи бездьны одиною горъстию нали˫а. МПр XIV, 3 об.; и просто рещи б҃ъ чл҃вкъ бываѥть. и дв҃ца ˫асли и пелены одержать в горьсти миръ держащаго. волъсви дары приносѩть СбЧуд XIV, 140в; да весь [в др. сп.… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
OBOLUS — Graece ὀβολὸς, nummi genus minutum. Nomen tulit, quod Atheniensium nummus Ὀβολὸς obelum in cusum ostentaverit: an potius a figura obeli, quam primitus habuit. Ita enim Eustathius in Il. α. Ὀβολὸν σιδήρου ἔλασμά τι ἔλεγον. χῆμα μὲν πῶς ἔχων ὀβολοῦ … Hofmann J. Lexicon universale
δραξ — και δράκα, η (AM δράξ) 1. όσο ποσό μπορεί να χωρέσει στο κοίλο μέρος τού χεριού, δράγμα 2. παλάμη, χούφτα … Dictionary of Greek
δραχμή — Αργυρό νόμισμα που αποτελούσε τη βάση του νομισματικού συστήματος στην αρχαία Ελλάδα. Δ. έκοβαν οι πόλεις της κυρίως Ελλάδας και οι ελληνικές αποικίες από το δεύτερο μισό του 7ου αι. π.Χ. Το βάρος της διέφερε ανάλογα με το σύστημα σταθμών που… … Dictionary of Greek
χεράδα — η, Ν δράγμα, δράκα, χερόλοβο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χέρι + κατάλ. άδα (πρβλ. σχισμ άδα)] … Dictionary of Greek